Εγώ η Ουλρίκε Μάινχοφ καταγγέλω...



Σαν σήμερα πριν από 37 χρόνια (1976) η Γερμανίδα δημοσιογράφος Ούλρικε Μάινχοφ βρέθηκε κρεμασμένη σε κελί των φυλακών υψίστης ασφαλείας στο Στάμχαϊμ της Στουτγκάρδης.

...ένας θεατρικός μονόλογος του Ντάριο Φο και της Φράνκα Ράμε
ΟΝΟΜΑ: Ουλρίκε
ΕΠΩΝΥΜΟ: Μάϊνχοφ
ΓΕΝΟΥΣ: Θηλυκού
ΗΛΙΚΙΑ: Σαρανταενός χρονών…Ναι! Είμαι παντρεμένη. Έκανα δύο παιδιά με καισαρική. Ναι είμαστε χωρισμένοι με τον άντρα μου.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Δημοσιογράφος
ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ: Γερμανίδα
Συγκρούστηκα με την άρχουσα τάξη και τους νόμους της που τους έχει προστάτες της, για να μπορεί να εκμεταλλεύεται και να κάνει κουμάντο σε όλα, στα πάντα. Ακόμα και στο ίδιο το μυαλό μας, στις σκέψεις μας, τα λόγια μας, τα συναισθήματα μας, τη δουλειά μας, τον τρόπο που μας αρέσει να αγαπάμε ή να κάνουμε έρωτα, ολόκληρη τη ζωή μας.
Γι’ αυτό με κλείσατε εδώ μέσα αφεντικά του κράτους δικαίου. Φυσικά όλοι είναι ίσοι απέναντι στους νόμους σας, εκτός απ’ αυτούς που δεν συμφωνούν με τα ιερά σας και τα όσια. Εσείς είστε που υποβιβάσατε τη γυναίκα. Ό,τι λοιπόν μου στερήσατε τόσα χρόνια σα γυναίκα, μου το προσφέρεται τώρα: ΙΣΗ ΠΟΙΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ. Τι ειρωνεία! Σας ευχαριστώ! Με ανταμείψατε με το νόμισμα της πιο σκληρής φυλάκισης. Απομόνωση και κρύο μέσα σε μια φυλακή νεκροταφείο. Στην ποινή δηλαδή της εξόντωσης των αισθήσεων μου. Πόσο ευγενική έκφραση θα ήταν να ‘λεγα ότι με θάψατε ζωντανή σ’ ένα τάφο.
Λευκό το κελί, οι τοίχοι, λευκά τα κουφώματα, η πόρτα περασμένη με σμάλτο, για να μην πω και το αποχωρητήριο, ο φωτισμός με νέον; λευκός κι αυτός- κι αναμμένες λάμπες μέρα-νύχτα. Πότε επιτελούς είναι μέρα και πότε νύχτα; Πως θα το μάθω; Απ’ τη χαραμάδα του παραθύρου περνάει πάντα το ίδιο λευκό φως, ψεύτικο κι αυτό, σαν το παράθυρο που είναι ψεύτικο κι αυτό, ίδια ψεύτικος κι ο δόλιος ο χρόνος που μ’ έχετε φυλακισμένη εδώ σ’ ένα λευκό ατελείωτο.
ΣΙΩΠΗ! Παντού σιωπή.
Απ’ έξω ούτε φωνή, ούτε ήχος, ούτε θόρυβος. Στο διάδρομο δεν ακούγονται βήματα, ούτε πόρτες που ανοιγοκλείνουν. ΤΙΠΟΤΑ. Όλα σιωπηλά και κατάλευκα. Μια μεγάλη σιωπή και στο μυαλό μου, λευκή κι αυτή σαν το ταβάνι. Κι η φωνή μου λευκή αν δοκιμάσω να φωνάξω.
Λευκό το σάλιο καθώς στεγνώνει στα χείλη μου. Λευκή η σιωπή στ’ άδεια μου μάτια στο στομάχι, στην πρησμένη από την πείνα κοιλιά μου. Πιασμένη σα γιαπωνέζικο ψάρι, δίχως πτερύγια, μες τη σιωπή του ενυδρείου.
Έντονη επιθυμία για εμετό.
Βλέπω το μυαλό σε αργή κινηματογραφική κίνηση, να βγαίνει από το κρανίο μου, να αλητεύει εδώ κι εκεί και να κυλάει στο πάτωμα και να γίνεται ένα με το αιώνιο λευκό του κελιού μου. Νιώθω το κορμί μου σα σκόνη, όπως το απορρυπαντικό για το πλυντήριο. Σκύβω και το μαζεύω.Προσπαθώ να το συναρμολογήσω.
ΔΙΑΛΥΟΜΑΙ! Πρέπει να αντέξω Να αντισταθώ. Δεν θα μπορέσετε να με τρελάνετε. Πρέπει να σκεφτώ, να σκεφτώ! Να λοιπόν που σκέφτομαι! Σκέφτομαι εσάς που μ’ έχετε κλεισμένη σ’ αυτόν τον εφιάλτη. Από το κρύσταλλο του ενυδρείου που με κλείσατε και με κοιτάζετε με ενδιαφέρον. Μείνατε άφωνοι! Τρέμετε από φόβο μήπως και μπορέσω κι αντισταθώ. Τρέμετε στη σκέψη μήπως οι άλλοι σύντροφοί μου έρθουν και γκρεμίσουν αυτό το λευκό θάνατο που επινοήσατε. Πόσο γελοίο, αλήθεια, να στερήσετε από μένα τα χρώματα! Κι έξω να βάφετε το μουχλιασμένο και γκρίζο κόσμο σας με τα πιο φανταχτερά χρώματα, για να μην μπορεί να δει κανείς τη σαπίλα που κρύβει. Και να υποχρεώνετε τον κόσμο να καταναλώνει μόνο και μόνο για το χρώμα. Χρωματίστε με ωραίο κόκκινο το σιρόπι από τα βατόμουρα, και τι πειράζει αν αυτό φέρνει καρκίνο! Το απεριτίφ σας να είναι πορτοκαλί. Τα παιδιά σας πρέπει να τρώνε πολύ το πράσινο και το αστραφτερό κίτρινο. Το βούτυρο κι η μαρμελάδα πάντα με χρωματιστά δηλητήρια. Ακόμα και τις γυναίκες σας τις βάψατε σαν καραγκιόζηδες. Εξαίσιο κόκκινο για τα μάγουλα, ανοιχτό γαλάζιο και βιολετί για τις βλεφαρίδες, ρουζ για τα χείλια κι όσο για τα νύχια ό,τι χρώμα θα έβαζε ο νους σου για να είναι σαν καρναβάλι. Χρυσαφί, ασημί, πράσινο, πορτοκαλί μέχρι και σκούρο μπλε χρησιμοποιήσατε. Και τιμωρήσατε εμένα με τη σκληράδα του ανέκφραστου λευκού, γιατί το μυαλό μου δεν έχει ανάγκη από τον κατακλυσμό των διαφημίσεων για να σκεφτεί. Αφού τα δικά του χρώματα ξεγυμνώνουν όλη σας την αθλιότητα.
Και με κλείσατε σε αυτό το ενυδρείο γιατί:
Ε λοιπόν όχι! Δεν συμφωνώ με τον τρόπο που ζείτε, ούτε ζήλεψα που δεν είμαι σαν καμιά από τις γυναίκες σας;θλιβερό καρναβάλι. Όχι! Δεν θα ήθελα να είμαι μια τρυφερή ύπαρξη, με τα νάζια της και τα χαζοχαμόγελά της. Που θα στόλιζε το τραπέζι σας σε κάποιο ρεστοράν πολυτελείας το σαββατόβραδο, σαν συμπλήρωμα αναπόσπαστο σε αυτή τη φτιαχτή ατμόσφαιρα με το εξωτικό μενού και την τόσο ηλίθια και απαραίτητη διακριτική μουσική. Όχι! Δεν θα μου άρεσε να είμαι υποχρεωμένη να παριστάνω την ελκυστική και θλιμμένη, και συγχρόνως τη χαρούμενη και όλο εκπλήξεις, μετά την άμυαλη παιδούλα, κι ύστερα τη μητέρα και πουτάνα, ενώ συγχρόνως να ντρέπομαι ή να ευχαριστιέμαι με κάθε βρωμόλογο που θα ξεστομίζετε.
Α! Να λοιπόν!
Ένας ελαφρός θόρυβος. Ανοίγει η πόρτα. Μπαίνει ο δεσμοφύλακας, με κοιτάζει, δεν με βλέπει, είναι σαν μην υπάρχω. Σα να έγινα διαφανής. Δε λέει ούτε λέξη. Βγαίνει. Ξανακλείνει. Ξανά σιωπή. Κανένας δεν πρόκειται να ακούσει την κραυγή μου ούτε κανένα παράπονο μου. Όλα θα γίνουν σιωπηλά, με τακτ, για να μην χαλάσει ο μακάριος ύπνος των μακάριων κατοίκων αυτού του οργανωμένου κράτους. Κοιμήσου ήσυχα καλοζωισμένε και αποχαυνωμένε κόσμε της μεγάλης Γερμανίας. Και σεις από την υπόλοιπη Ευρώπη, οι υγιώς σκεπτόμενοι. Κοιμηθείτε ήσυχα σαν πεθαμένοι. Η κραυγή μου δεν θα σας ξυπνήσει. Δεν ξυπνούν ποτέ οι κάτοικοι ενός νεκροταφείου. Όσοι αγανακτήσουν θα ξεσηκωθούν, είμαι σίγουρη. Θα είναι εκείνοι που δουλεύουν ολημερίς, εκείνοι που τους σακατεύετε σωματικά για να μην μπορούν να σκεφτούν, όλοι οι μετανάστες: τούρκοι, ισπανοί, έλληνες, άραβες κι όλοι οι άλλοι εξαθλιωμένοι και προδομένοι της Ευρώπης και μαζί με αυτούς και οι γυναίκες που δέχτηκαν την καταπίεση, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση. Όλες αυτές θα μάθουν γιατί με κρατάτε εδώ μέσα και γιατί το κράτος σας θέλει να με δολοφονήσει σα μάγισσα του μεσαίωνα. Για σας την εξουσία υπάρχουν ακόμη και σήμερα μάγισσες που πρέπει να καθηλώνονται μπροστά στους αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσες, τις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο και τις διαταγές. Και γκάπα γκουπ πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, κινητήρας, καζάνια, φωνές και θόρυβος. Θόρυβος, φτάνει πια με τη σιωπή, πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, καζάνια, αέριο και θόρυβο. Το αέριο, βγαίνει αέριο, εμετός, αηδία. Η αλυσίδα της παραγωγής έχει το δικό της ρυθμό. Δεν υπάρχει πια χρόνος, μόνο ρυθμός. Ρυθμός.
Σταματήστε τις μηχανές. Ησυχία. Τι υπέροχο πράγμα η σιωπή. Ευχαριστώ δεσμοφύλακες που μου χαρίσατε αυτή την απίθανη και σπάνια απόλαυση της σιωπής. Το απόλυτο. Τι απόλαυση για όλες μου τις αισθήσεις! Σα να μοιάζει να βρίσκομαι στον παράδεισο. Δεσμοφύλακες, δικαστικοί, κομματάρχες σας αγνοώ όλους. Δεν θα μπορέσετε να με βγάλετε από εδώ μέσα τρελή εκτός κι αν με σκοτώσετε. Μα το μυαλό μου θα είναι καθαρό, θα είμαι απόλυτα υγιής κι όλοι θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση ένα κράτος δολοφόνων. Σας σκέφτομαι ήδη να προσπαθείτε να κρύψετε το πτώμα μου. Να απαγορεύεται την είσοδο στους δικηγόρους μου. Όχι την Ουρλίκε Μαϊνχοφ δεν μπορείτε να τη δείτε. Ναι! Ναι! Κρεμάστηκε. Όχι, όχι! Δεν θα είστε παρών στην αυτοψία. Κανένας. Μόνο οι ειδικοί του κράτους. Που έχουν ήδη έτοιμο το πόρισμα: η Μαϊνχοφ κρεμάστηκε. Όχι δεν υπάρχουν ίχνη στραγγαλισμού στο λαιμό της. Ούτε κυανωτικό χρώμα. Ναι υπάρχουν μελανιές από κακώσεις σε όλο της το σώμα.
Ανοίξτε χώρο! Φύγετε! Μη βλέπετε! Απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών! Απαγορεύεται κάθε άλλη ιατροδικαστική έκθεση! Απαγορεύεται να εξεταστεί το σώμα μου! Απαγορεύεται! Ναι απαγορεύονται τα πάντα. Όμως ποτέ δεν θα μπορέσετε να απαγορεύσετε να γελάσουν ειρωνικά μπρος στις ηλίθιες φάτσες σας, για τη μεγάλη βλακεία σας. Την αιώνια βλακεία που δέρνει κάθε δολοφόνο. Βαρύς σαν το βουνό είναι ο θάνατος. Εκατομμύρια χέρια γυναικών σηκώνουν αυτό το βουνό και τώρα θα δώσουν μια να το γκρεμίσουν μονάχες τους.

Με ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο.





Η βιογραφία της Ουλρίκε Μάινχοφ: «Αν μάθεις πως αυτοκτόνησα, να είσαι σίγουρη ότι ήταν φόνος!»
Κανένα από τα φονικά στελέχη των ναζί, κανένας εγκληματίας πολέμου δεν είχε καταδιωχτεί «με τόση λύσσα» γράφει η Γιούττα Ντίτφουρτ

Η πρόσφατη κυκλοφορία της βιογραφίας της Ουλρίκε Μάινχοφ με τίτλο Ουλρίκε Μάινχοφ - Η βιογραφία, γραμμένη από τη Γιούττα Ντίτφουρτ, συνιδρύτρια, πρόεδρο και βουλευτίνα του Κόμματος των Πρασίνων (απεχώρησε το 1991 σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη δεξιά στροφή του), από τις εκδόσεις Νάρκισσος, σε μετάφραση της Ηλιάνας Αγγελή, επιμέλεια του Γιάννη Καλιφατίδη και πρόλογο του Κώστα Καλφόπουλου, μας δίνει την ευκαιρία να αναφερθούμε σε αυτό το θρυλικό πρόσωπο της γερμανικής Αριστεράς.

Σύμφωνα με τον Κώστα Καλφόπουλο, η Ντίτφουρτ είναι η πλέον αρμόδια για μια ενδελεχή βιογραφική προσέγγιση της Μάινχοφ λόγω φύλου, ιδεολογίας, εποχής και πολιτικής (οι ιδέες της Ουλρίκε είναι στις σκέψεις της Γιούτα). Για τη βιογράφο η τομή στη ζωή της Μάινχοφ είναι η χρονολογία 14 Μαΐου 1970, όταν η Ουλρίκε, μαζί με την Γκούντρουν Ένσλιν και δύο ακόμα συντρόφους της, απελευθέρωσε τον κρατούμενο Αντρέας Μπάαντερ από τη βιβλιοθήκη ενός μορφωτικού ιδρύματος στο Δυτικό Βερολίνο. Στην επιχείρηση τραυματίστηκε ένας υπάλληλος του ιδρύματος και η Μάινχοφ άφησε την τσάντα της που πρόδωσε την ταυτότητά της με αποτέλεσμα να επικηρυχθεί.

Την ίδια μέρα, ο Κλάους Ράινερ Ρελ, πρώην σύζυγος της Μάινχοφ, πατέρας των επτάχρονων δίδυμων θυγατέρων τους, της Ρεγκίνε και της Μπετίνα, γιόρταζε στο Αμβούργο τη δέκατη πέμπτη επέτειο του περιοδικού konkret. Ύστερα από λίγες ώρες το Δυτικό Βερολίνο πλημμύρισε με τις φωτογραφίες της καταζητούμενης, ενώ άρχισε ένα ανθρωποκυνηγητό, το μεγαλύτερο μετά το 1945 στη Γερμανία. Κανένα από τα φονικά στελέχη των ναζί, κανένας εγκληματίας πολέμου δεν είχε καταδιωχτεί «με τόση λύσσα», γράφει η Ντίτφουρτ.

Η Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1934 στο Όλντεμπουργκ. Όταν γνωρίστηκαν οι γονείς της, ήταν σαν να συγκρούστηκαν δύο κόσμοι. Στη μία πλευρά βρίσκονταν οι Γκούτχαρντ, ένθερμοι σοσιαλιστές, και στην άλλη οι Μάινχοφ, εθνικόφρονες και φανατικοί προτεστάντες, που σύντομα θα εξελίσσονταν σε παθιασμένους ναζί. Ως μαθήτρια ήταν εξαιρετικά επιμελής, διάβαζε πολλά βιβλία, αγαπούσε την όπερα, έπαιζε βιολί.

Το 1949, όταν πέθανε η μητέρα της -ήδη είχε πεθάνει ο πατέρας της–, την κηδεμονία της Ουλρίκε και της μεγαλύτερης αδελφής της Βήνκε, οι οποίες μεγάλωσαν με χριστιανικές αρχές, ανέλαβε η Ρενάτε Ρήμεκ, καθηγήτρια σε παιδαγωγική ακαδημία. Στη διάρκεια των σπουδών της στα Παιδαγωγικά, στη Γερμανική Φιλολογία, στην Ψυχολογία και στην Ιστορία της Τέχνης άρχισε να θαυμάζει τις ιδέες του Καρλ Μαρξ και να αισθάνεται συμπάθεια για τη Σοβιετική Ένωση, που φρόντιζε να αποκρύπτει.

Το 1956 τη βρίσκουμε ειρηνίστρια, αντίθετη με τον επανεξοπλισμό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μέλος μιας κίνησης κατά των πυρηνικών όπλων, αρθρογράφο σε ένα φοιτητικό περιοδικό και μια ευαγγελική επιθεώρηση. Ενθουσιασμένη από τη συλλογική δουλειά, αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή της στον αγώνα για τη βελτίωση της κοινωνίας. Το 1958, σε μια εκδήλωση κατά των πυρηνικών όπλων, γνώρισε τον Ράινερ Ρελ, αρχισυντάκτη του δημοφιλούς φοιτητικού περιοδικού του Αμβούργου Konkret. Τότε, για πρώτη φορά στη ζωή της, μίλησε σε συλλαλητήριο, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί ως η νέα Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Για να έχει πολιτική κάλυψη, προσχώρησε στο SDS, τη φοιτητική παράταξη του SPD (Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας). Σύντομα όμως τη διέγραψαν, οπότε έγινε μέλος του ΚPD, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας, που είχε δεσμούς με το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας, και συντάκτρια του konkret. Ο γάμος της με τον Ράινερ Ρελ το 1961 είχε συνέπεια να γίνει αρχισυντάκτρια του περιοδικού, ενώ απέκτησε και δύο κόρες, τη Ρεγκίνε και την Μπετίνα.

Η δεκαετία του ’60 ήταν γεμάτη γεγονότα που καθόρισαν τη μελλοντική πορεία της Μάινχοφ. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ, οι διαδηλώσεις των Αμερικανών φοιτητών έκαναν τους Γερμανούς νέους να δραστηριοποιούνται συνεχώς. Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα και η εγκαθίδρυση ενός ακόμα δικτατορικού καθεστώτος, μετά την Πορτογαλία και την Ισπανία, προβλημάτισε τη Μάινχοφ, που φοβήθηκε πως το ίδιο μπορούσε να συμβεί και στην πατρίδα της.

Ήταν η εποχή που ο γάμος της είχε κλυδωνιστεί εξαιτίας της ερωτικής σχέσης του άντρα της με τη Δανάη, σύζυγο ενός Έλληνα συγγραφέα, του Πέτρου Κουλμάση. Τον Φεβρουάριο του 1968 πήρε τα παιδιά της, εγκατέλειψε τον άντρα της και εγκαταστάθηκε στο Δυτικό Βερολίνο πλημμυρισμένη ελπίδες για πολιτικές αλλαγές.

Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, μετά τον εμπρησμό πολυκαταστημάτων, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν δύο αριστεροί νέοι: η Γκούντρουν Ένσλιν ο Αντρέας Μπάαντερ, που αποτελούσαν ερωτικό ζευγάρι. Ύστερα από αυτό, τα γεγονότα σε ολόκληρη τη Δυτική Γερμανία πήραν μορφή χιονοστιβάδας. Η Μάινχοφ, που εργαζόταν στην πρώτη μεγάλου μήκους τηλεταινία της και προσλήφθηκε για να διδάξει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, προκαλώντας τις αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων, φιλοξένησε την Ένσλιν και τον Μπάαντερ που είχαν διαφύγει και καταζητούνταν.

Τότε, το 1970, ορισμένα αριστερά άτομα εξέταζαν τις προοπτικές ενός μαχητικού επαναστατικού κινήματος: λίγο μετά, αυτοί θα γίνονταν γνωστά στον Τύπο ως «Συμμορία Μπάαντερ - Μάινχοφ» η αλλιώς Οργάνωση Κόκκινος Στρατός (RAF). Σύντομα ο Μπάαντερ συνελήφθη. H απελευθέρωσή του στις 14 Μαΐου 1970 από τη Μάινχοφ και το κυνηγητό των μελών της ομάδας της τους οδήγησε όλους στην Ιορδανία, όπου εκπαιδεύτηκαν στον ανταρτοπόλεμο από Παλαιστίνιους μαχητές.

Όταν επέστρεψαν στη Γερμανία, η Μάινχοφ πέρασε στην παρανομία και λήστεψε για πρώτη φορά τράπεζα στις 29 Σεπτεμβρίου 1970. Ακολούθησαν κι άλλες παρόμοιες ενέργειες, αλλά η RAF, αποκομμένη από την κοινωνία, έμελλε να καταλήξει μικρή παράνομη οργάνωση. Η ένοπλη πάλη κατάντησε αυτοσκοπός και ο δρόμος της επιστροφής στη νόμιμη Αριστερά έμοιαζε ερμητικά κλειστός.

Τα μέλη της οργάνωσης όμως ήταν αποφασισμένα να παλέψουν μέχρι θανάτου και δήλωναν την παρουσία τους με προκηρύξεις που άρχιζαν με φράσεις του Μάο Τσε Τουνγκ. Στο μεταξύ στη χώρα δρομολογήθηκε ένα κυνήγι μαγισσών, καθώς διανοούμενοι, μακρυμάλληδες, αμφισβητίες θεωρούνταν ύποπτοι ως τρομοκράτες. Τον Μάιο του 1972 πιάστηκε ο Μπάαντερ και τον Ιούνιο η Μάινχοφ. Κλείστηκαν στη φυλακή μαζί με άλλους συντρόφους τους.

Όταν έγινε η δίκη της Μάινχοφ, τα ψυχικά και σωματικά αποθέματα της είχαν εξαντληθεί. Εντούτοις, όταν τον Μάιο του 1976 την επισκέφτηκε στις φυλακές Σταμχάιμ στη Στουτγάρδη, η αδελφή της τής είπε: «Αν μάθεις πως αυτοκτόνησα, να είσαι σίγουρη ότι ήταν φόνος!».

Στις 7 Μαΐου την επισκέφθηκε ένας Ιταλός, συνήγορος των ιταλικών Ερυθρών Ταξιαρχιών, μεταφέροντάς της την επιθυμία για επικοινωνία μεταξύ των δύο οργανώσεων.

Ήταν ο τελευταίος επισκέπτης της, διότι στις 9 Μαΐου βρέθηκε στο κελί της απαγχονισμένη, με μια θηλιά στα κάγκελα του κιγκλιδώματος. Η επίσημη θέση για τον θάνατό της ήταν η αυτοκτονία, ωστόσο οι συγγενείς, οι φίλοι και οι συνήγοροι μίλησαν για δολοφονία.

Σύμφωνα με τον Κώστα Καλφόπουλο και πάλι, με τον πρόωρο και τραγικό της θάνατο η Ουλρίκε Μάινχοφ πέρασε στην αιωνιότητα και στον μύθο, καθώς αρνήθηκε να ενσωματωθεί πλήρως στο κυρίαρχο σύστημα, ως μια γυναίκα που, παρά τις προσπάθειές της, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις συχνά απάνθρωπες απαιτήσεις και συνθήκες δράσης μιας παράνομης οργάνωσης.



ask2use.com: Επιτρέπεται η αντιγραφή όλου του κειμένου
ask2use.com: Μόνο για μη-κερδοσκοπική χρήση
ask2use.com: Υποχρεωτική η αναφορά πηγής
ask2use.com: Δεν είναι απαραίτητη η άδεια
hit counter
free web hit counter