Πεντοζάλι



Το Πεντοζάλι ανήκει στην κατηγορία των πηδηχτών χορών και χορεύεται σ’ όλη την Κρήτη, ενώ χορεύτεται κυρίως στην ανατολική Κρήτη. Χορεύεται μόνο από άνδρες και γι’ αυτό τον αποκαλούν «αντρίστικο» χορό. Τον χορεύουν σε μικρές ομάδες, πιασμένοι σφιχτά από τους ώμους, με πεταχτούς διασκελισμούς και συνεχόμενες εναλλαγές. Το ύφος του θυμίζει απομεινάρια πανάρχαιας μορφής πολεμικού χορού, άποψη που ενισχύεται από την παρατήρηση ότι μέχρι πριν από λίγα χρόνια χορευόταν από άνδρες οπλισμένους. Ο γρήγορος πεντοζάλης δεν συνοδεύεται από μαντινάδες. Η προτίμηση όμως της κοινότητας γι’ αυτόν, οδήγησε στη δημιουργία αρκετών δίστιχων που αναφέρονται στο χορό:

«Άλλο χορό δεν ’ρέγουμαι, ωσάν τον Πεντοζάλη

που πάει τρία ζάλα εμπρός και δυό γιαγέρνει πάλι.»

Ο χορός αποτελείται από οκτώ βήματα που εκτελούνται ως εξής:

1: Το αριστερό πόδι έρχεται σε προεκβολή προς το κέντρο με δύναμη στα δάχτυλα και με το γόνατο ελαφρά λυγισμένο. 2: Το δεξί πόδι λυγισμένο ελαφρά πίσω, έρχεται μπροστά και αγγίζει με την καμάρα του λίγο ψηλότερα από τη φτέρνα του αριστερού. 3: Το δεξί πόδι πατά πίσω στη θέση του, ενώ συγχρόνως το αριστερό υψώνεται ελαφρά, λυγισμένο μπροστά. 4α: Το αριστερό πόδι εκτελεί βήμα αριστερά και λίγο πίσω, με δύναμη στα δάκτυλά του που στρέφουν αριστερά. 4β: Το δεξί πόδι, βήμα αριστερά στα δάκτυλά του, στραμμένα αριστερά. Συγχρόνως το αριστερό πόδι ανασηκώνεται ελαφρά λυγισμένο πίσω.

5: Το αριστερό πατά πάλι στη θέση του. 6α: Το δεξί βήμα δεξιά και λίγο πίσω στα δάκτυλα, που στρέφουν προς το κέντρο. 6β: Το αριστερό πόδι βήμα δεξιά στα δάκτυλά του που στρέφουν προς το κέντρο.. Συγχρόνως το δεξί πόδι ανασηκώνεται ελαφρά λυγισμένο πίσω. 7: Το δεξί πόδι πατά πάλι στη θέση του. 8: Αναπήδηση στο δεξί με άρση του αριστερού μπροστά λυγισμένου.

Το μέτωπο είναι στραμμένο αριστερά στα βήματα 4 και 5, δεξιά στα βήματα 6 και 7, ενώ προς το κέντρο κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των υπόλοιπων βημάτων.

http://paroutsas.jmc.gr/dances/crete/pentozal.htm

«ΠΕΝΤΟΖΑΛΙ, ένας χορός μια ιστορία.»
Πολλά λέγονται και γράφονται για το πεντοζάλι, τον πιο δημοφιλή χορό της Κρήτης. Δυστυχώς, τα περισσότερα από αυτά είναι αυθαίρετα, στερούνται επιστημονικής τεκμηρίωσης και αποκρύπτουν την ιστορική αλήθεια, η οποία πλέον στους περισσότερους φαίνεται απίστευτη.
Και έτσι γεννάται το ερώτημα: Είναι η άγνοια κάποιων ανθρώπων εκείνη που δημιούργησε τη σύγχυση των απόψεων σχετικά με το ιστορικό αυτού του χορού ή κάποια δυσερμήνευτη σκοπιμότητα; Ας δούμε, όμως, τι επικαλείται η πλουσιότατη προφορική παράδοση των δυτικών επαρχιών της Κρήτης σχετικά με τη δημιουργία (ή διαμόρφωση) του χορού κι αν υπάρχουν στοιχεία που την ισχυροποιούν, καθιστώντας την απόηχο ιστορικών γεγονότων. Μια παράδοση με την οποία ελάχιστοι ασχολήθηκαν, αγνοώντας ή περιφρονώντας την αξία της.
Ας μην ξεχνάμε ότι για την αξία της προφορικής παράδοσης στην εθνομουσικολογία ο αείμνηστος Roberto Leydi* (Καθηγητής Εθνομουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια), που επί δεκαετίες μελετούσε τη μουσική παράδοση της Κρήτης, έγραφε: «Πρέπει να χρησιμοποιείται η προφορική παράδοση, διότι βοηθάει να διασωθούν περισσότερες πληροφορίες. Οι διηγήσεις των οργανοπαικτών, ακόμα κι όταν μοιάζουν μυθολογικές, περιέχουν πάντα κάποια στοιχεία αληθινά. Το πρόβλημα είναι ότι εμείς πρέπει να ανακαλύψουμε ποιά είναι η ιστορική λογική. Όμως ακόμα και τα φαινομενικά πιο παράδοξα πράγματα σχεδόν πάντα είναι αληθινά. Πολύ συχνά οι εθνομουσικολόγοι δεν αντιλαμβάνονται πόσο σημαντικά είναι τα γεγονότα που διηγείται ο κόσμος.»
Σύμφωνα, λοιπόν, με την προφορική παράδοση, ο χορός διαμορφώθηκε την περίοδο της Επανάστασης του Δασκαλογιάννη (1770-71), αποκτώντας συμβολισμούς στην ονομασία, το βηματισμό, τη μουσική και το εθιμοτυπικό του, σχετικούς με πρόσωπα και γεγονότα της εποχής εκείνης. Ας δούμε πως μπορεί να έγινε αυτό.


Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Ως γνωστόν, η πρώτη επαναστατική απόπειρα των Κρητικών για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού έγινε το 1770, περίπου 100 χρόνια μετά την επικράτηση των Τούρκων στην Κρήτη (1669). Η επανάσταση αυτή εντάσσεται στα «Ορλοφικά». Έτσι είναι περισσότερο γνωστή η αποτυχημένη εξέγερση των Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1770, που υποκινήθηκε από τους Ρώσους, οι οποίοι βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Τούρκους από το 1768.
Οι απεσταλμένοι της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β’ της Ρωσίας, της επονομαζόμενης Μεγάλης, και κυρίως οι ευνοούμενοι της τσαρίνας αδελφοί Ορλόφ, οι οποίοι διαβεβαίωναν ότι οι Ρώσοι ήταν αποφασισμένοι να ελευθερώσουν τους Έλληνες, έπεισαν τους τελευταίους να επαναστατήσουν.
Την πεποίθηση ότι η ελευθερία θα ερχόταν από τους Ρώσους ενέπνευσε στον ελληνικό λαό την περίοδο εκείνη και το γνωστό χρησμολογικό κείμενο με τον τίτλο «Αγαθάγγελος», που κυκλοφορούσε ευρύτατα τον
18o αιώνα και έλεγε ότι το γένος των Ελλήνων θα ελευθερωθεί από τους Αγαρηνούς με τη βοήθεια του ξανθού γένους, δηλαδή των Ρώσων.
Ανάμεσα σε αυτούς που πίστεψαν τις άφθονες υποσχέσεις των Ορλόφ ήταν και ο Ιωάννης Βλάχος(1) ή Δασκαλογιάννης, εύπορος έμπορος και πλοιοκτήτης από την Ανώπολη Σφακίων, που ταξίδευε συχνά στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα.
Ο Δασκαλογιάννης, μορφωμένος και δυναμικός, ήταν ηγετική φυσιογνωμία στα Σφακιά, εξασκώντας μεγάλη επιρροή στους συμπατριώτες του, που τον αποκαλούσαν «Δάσκαλο». Ο Δάσκαλος ο Γιάννης έγινε, λοιπόν, Δασκαλογιάννης και ως «Επανάσταση του Δασκαλογιάννη» έμεινε στην ιστορία η εξέγερση που υποκίνησε, χρηματοδότησε και οργάνωσε στην Κρήτη το 1770.
Κατά τη λαϊκή πίστη, και όπως αυτή καταγράφηκε από το σπουδαίο μουσικό Κωστή Παπαδάκη ή Ναύτη* (1920-2003), ο οποίος διέσωσε τις μαρτυρίες παλαιότερων μουσικών και χορευτών, όπως του Νικόλαου Κατσούλη ή Κουφιανού (1877-1947), του Βασίλη Παπαδάκη ή Κοπανίδη (1880-1949), του Ανδρέα Μαριάνου (1865-1930) και άλλων, στα μέσα του 1769, ο Δασκαλογιάννης, σύμφωνα με μια παλαιότατη συνήθεια, που επικρατούσε στο νομό Χανίων, κατά την οποία σε διάφορα σημαντικά γεγονότα αφιερώνονταν νέες μουσικές, τραγούδια ή χοροί, ζήτησε από τον περίφημο βιολάτορα την εποχής εκείνης Στέφανο Τριανταφυλλάκη ή Κιώρο από το Γαλουβά Λουσακιών Κισσάμου να ετοιμάσει έναν «πυρρίχιο» χορό ειδικά γραμμένο για το πέμπτο ζάλο (βήμα), δηλαδή, όπως λέγεται, για την πέμπτη κατά σειρά ευκαιρία που σύντομα θα παρουσιαζόταν για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους.
Πίσω από τον αριθμητικό προσδιορισμό αυτό, που γεννά το ερώτημα για το ποιες ήταν οι τέσσερις προηγούμενες απόπειρες - ευκαιρίες, ίσως να κρύβονται οι δύο προσπάθειες ανακατάληψης της Κρήτης από τους Ενετούς, στα 1684 και 1692 και οι δύο προηγούμενοι Ρωσο-τουρκικοί πόλεμοι στα 1710-12 και 1735-39, κατά τους οποίους οι Κρητικοί έλπιζαν για απελευθέρωση, καθώς ο Μέγας Πέτρος και η αυτοκράτειρα Άννα της Ρωσίας με επιστολές και απεσταλμένους, αντίστοιχα, υποσχόμενοι βοήθεια, είχαν προσπαθήσει και τότε να ξεσηκώσουν τον ελληνικό λαό σε επανάσταση εναντίον των Τούρκων.
Είναι, επίσης, πιθανόν ο Δασκαλογιάννης να έκανε λόγο για πέμπτο ζάλο επειδή είχε στο μυαλό του τις τέσσερις προηγούμενες επαναστάσεις, στις οποίες είχαν εμπλακεί οι Σφακιανοί και είναι δυνατόν να είχαν διατηρηθεί στη μνήμη τους, αφού βρίσκουμε σχετικές αναφορές στα ιστορικά κείμενα.(2) α) Του Αλέξιου Καλλέργη (1283-1299), στην οποία έλαβαν μέρος οι Σφακιανοί, β) της Χρυσομαλλούσας στα 1319, που ξεκίνησε από τους Σφακιανούς, γ) την αποστασία του Αγίου Τίτου – εξέγερση Καλλεργών (1363-1367), στην οποία συμμετείχαν οι Σφακιανοί και δ) τον Ορνιθοπόλεμο στις αρχές του 16ου αιώνα, που είχε αφετηρία τα Σφακιά.
Κατά τη προφορική παράδοση, πάντοτε, ο Κιώρος πήγε στην Ανώπολη κι έμεινε έξι μήνες, μέχρι την έναρξη της εξέγερσης. Με βάση την πανάρχαιη κρητική μουσική συνέθεσε τη μελωδία (ή διαμόρφωσε κάποια προϋπάρχουσα)(3) για τον καινούριο χορό, ο οποίος σύμφωνα με τις υποδείξεις του Δασκαλογιάννη έπρεπε να έχει δώδεκα μουσικούς σκοπούς και δέκα βήματα, γιατί δώδεκα ήταν οι επικεφαλείς της Επανάστασης, η οποία αποφασίστηκε να γίνει στη συνέλευση της δημογεροντίας Σφακίων στις 10 δεκάτου (Οκτωβρίου) του 1769. Στο χορό έδωσαν το όνομα πεντοζάλι (το), και όχι πεντοζάλης (ο)(4), γιατί όπως είπαμε συμβόλιζε το πέμπτο βήμα (εγχείρημα ή ελπίδα) των Κρητικών για απελευθέρωση από τους Τούρκους.
Πράγματι, από τους ιστορικούς μαθαίνουμε ότι οι πρώτες συγκρούσεις των Σφακιανών με τους Τούρκους έγιναν το Πάσχα του 1770 (αρχές Απριλίου). Γνωρίζουμε, επίσης, ότι οι επαναστατικές προετοιμασίες άρχισαν τους πρώτους μήνες του 1769 με πρωτοβουλία του Δασκαλογιάννη και ότι το Φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, έξι μήνες πριν την επίσημη έναρξη της εξέγερσης, συνεπώς περί το μήνα Οκτώβριο, οι συμπατριώτες του, παρά τους κάποιους δισταγμούς τους, συμφώνησαν για την επανάσταση. Συνεπώς, ο συσχετισμός των δέκα βηματισμών του χορού με τον δέκατο μήνα του χρόνου ευσταθεί ιστορικά.
Επιπροσθέτως, το περιεχόμενο μιας επιστολής(5) με φερόμενο αποστολέα το Δασκαλογιάννη και παραλήπτη τον Κιώρο φανερώνει τη δι’ αλληλογραφίας επικοινωνία των δύο ανδρών και ενισχύει τη λαϊκή πίστη περί του χορού, καθώς κεκαλυμμένα γίνεται λόγος για πέμπτο ζάλο και δώδεκα κουμπάρους, υπονοώντας το επικείμενο κίνημα και τους δώδεκα αρχηγούς του.
Υπήρξαν, όμως, πράγματι οι δώδεκα καπετάνιοι της εξέγερσης και ποιοι ήταν αυτοί;

Απάντηση στο ερώτημα αυτό παίρνουμε, κατ΄ αρχήν, μέσα από την επιβίωση μιας παλιάς συνήθειας των κατοίκων της επαρχίας Κισσάμου, οι οποίοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60 όταν χόρευαν πεντοζάλι, στην αρχή κάθε μουσικής φράσης της μελωδίας του χορού, φώναζαν το όνομα του καπετάνιου στον οποίο αντιστοιχούσε ο σκοπός, τιμώντας έτσι τη μνήμη του Δασκαλογιάννη, των βασικών συνεργατών του και της εξέγερσής των. Ο Μανόλης Μπομπολάκης* από τα Παλαιά Ρούματα Κισσάμου το θυμάται αυτό στα τέλη της δεκαετίας του 50’, παιδί τότε, σε ένα γλέντι στην Αγία Ειρήνη Σελίνου. Να τονίσουμε ότι η συνήθεια αυτή βοήθησε σημαντικά στη διατήρηση της σχετικής περί του χορού παράδοσης, διασφαλίζοντας, παράλληλα, τα στοιχεία για την κατάδειξη της ιστορικότητάς της.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, παλαιές και σύγχρονες, ζωντανές, τα ονόματα των οπλαρχηγών και η σειρά με την οποία τα φώναζαν ήταν: Δασκαλογιάννης, Πρωτόπαππας, Πατερογιώργης, Μορανδρουλής ή Κουτρουμπάς, Χούρδος, Δασκαλογιωργάκης ή Σαπώλης, Μανούσακας, Στρατικομανούσος ή Κούτσουμπας, Βουρδουμποστρατής ή Μπούρμπαχης, Σκορδυλογιώργης, Μπονατομανούσος, Βάρδακας ή Ανδρουλιός.
Αλλά και από τα λόγια ενός χρονολογημένου ριζίτικου τραγουδιού που αναφέρεται στην πρόσκληση για επαναστατική σύσκεψη στα Σφακιά πριν την έναρξη της εν λόγω εξέγερσης, αποκαλύπτονται οι οικογένειες και η καταγωγή των προαναφερθέντων πρωτεργατών και ισχυροποιείται η σχετική προφορική παράδοση για το πεντοζάλι.


Δασκαλιανοί στον Πατσιανό και Παττακοί στη Νίμπρο,
οι Βλάχοι στην Ανώπολη κι οι Μοριανοί στ’ Ασκύφου,
στ΄ Ασφένδου Δεληγιάννηδες και στα Σφακιά Στρατίκοι,
Μπονάτοι στην Αράδαινα, Σκορδύληδες στο Μούρι,
Πάτεροι στην Ανώπολη, Χούρδοι στον Αϊ Γιάννη,
ελάτε στον Ομπρόσγιαλο».


Εντυπωσιακή, όμως, είναι η ιστορική επιβεβαίωση των παραπάνω ονομάτων, που έρχεται μέσα από τα κείμενα του Σφακιανού ιστορικού Γρηγόρη Παπαδοπετράκη*, ο οποίος στο έργο του «Ιστορία των Σφακίων», γραμμένο το 1877 (εκδόθηκε το 1888 στην Αθήνα), αναφέρει τους εξής ως «κεφαλές» της Επανάστασης:
1) Ιωάννης Βλάχος ή Δασκαλογιάννης από την Ανώπολη.
2) Πρωτόπαπας, θείος του Δασκαλογιάννη, της οικογένειας των Βλάχων από την Ανώπολη.
3) Γεώργιος Δασκαλάκης ή Σαπώλης Δασκαλογιωργάκης, της οικογένειας των Δασκαλιανών από τον Καλλικράτη.
4) Αντρουλής Μοράκης ή Κουτρουμπάς, της οικογένειας των Μόρων από το Ασκύφου.
5) Μανούσακας, της οικογένειας των Παττακών από την Ίμπρο.
6) Ανδρουλιός Βολουδάκης ή Βάρδακας, της οικογένειας των Παττακών από την Ίμπρο.
7) Στρατής Βουρδουμπάς ή Μπούρμπαχης, της οικογένειας των Στρατίκων από τον Ομπρόσγιαλο.
8) Μανούσος Κούτσουμπας της οικογένειας των Στρατίκων από τον Ομπρόσγιαλο.
9) Γεώργιος Σκορδύλης, της οικογένειας των Σκορδύληδων από το Μούρι.
10) Γεώργιος Πάτερος ή Πατερογιώργης της οικογένειας των Πάτερων από την Ανώπολη.
11) Μανούσος Μπονάτος, της οικογένειας των Μπονάτων από την Αράδαινα.
12) Χούρδος, της οικογένειας των Χούρδων από τον Άγιο Ιωάννη.

Έτσι, αναντίρρητα πλέον, αναδεικνύεται η ιστορικότητα του επικαλούμενου υπόβαθρου διαμόρφωσης του πεντοζαλιού, καθώς, όπως διαπιστώνουμε, τρεις πηγές, πρώτον: το τελετουργικό του χορού, δεύτερον: το ριζίτικο και τρίτον: το κείμενο του ιστορικού, συγκλίνουν, προσφέροντας ισχυρότατη περιφερειακή τεκμηρίωση.


Άλλη μια μαρτυρία που αξίζει να αναφερθεί, καθώς είναι ανεξάρτητη από τα προαναφερθέντα και ανεπηρέαστη από τις συζητήσεις των τελευταίων δεκαετιών περί του θέματος, είναι αυτή του Γεωργίου Ι. Κοπασάκη* από την Ανώπολη Σφακίων, ο οποίος είναι φυσικός και εργάζεται στο ερευνητικό κέντρο Γκλέν (πρώην Λούις) της ΝASA στο Κλίβελαντ των Η.Π.Α. Σε συνέντευξη στο γράφοντα, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην προσωπική του εμπειρία, λέγοντας ότι πριν το 1970, κατά την παιδική του ηλικία, όταν ακόμη ζούσε στα Σφακιά, θυμάται τους παλαιότερους του χωριού του να λένε πως το πεντοζάλι είναι ο χορός της επανάστασης του Δασκαλογιάννη κι ότι τη μουσική του είχε συνθέσει ένας σπουδαίος μουσικός, που δεν ήταν από την Επαρχία Σφακίων.
Η προφορική παράδοση περί της διαμόρφωσης του πεντοζαλιού επιβεβαιώνεται, εμμέσως πλην σαφώς, και από το ιστορικό ενός άλλου παραδοσιακού κρητικού χορού, του κουτσαμπαδιανού, που χορεύεται στην επαρχία Αμαρίου Ρεθύμνης. Κατά τον αξέχαστο λυράρη Γεώργιο Μουζουράκη* (1904-2001), γύρω στα 1800, στη Λοχριά της Αμπαδιάς, σ’ ένα γλέντι που έκαναν οι Κρητικοί ύστερα από μάχη με Τούρκους, ένας οπλαρχηγός από την Αμπαδιά, που είχε πάρει μέρος στην Επανάσταση του Δασκαλογιάννη, είχε τραυματιστεί τότε και είχε μείνει χωλός στο αριστερό του πόδι, θέλησε να χορέψει πεντοζάλι. Οι μουσικοί και οι χορευτές τον τίμησαν προσαρμόζοντας τη μουσική και τα βήματα του χορού, αντίστοιχα, στα ζάλα του κουτσού πολεμιστή. Εκείνος, παρότι κουτσός, χόρεψε μια παραλλαγή του πεντοζαλιού που έμεινε στην ιστορία της επαρχίας Αμαρίου ως «κουτσαμπαδιανός» ή «κατσιμπα(ρ)διανός» ή «κατσαμπα(ρ)διανός», για να θυμούνται όλοι το χορό του κουτσού από την Αμπαδιά (Κουτσαμπαδιανού). Βλέπουμε λοιπόν ότι το ιστορικό του πεντοζαλιού ενισχύεται από εκείνο του κουτσαμπαδιανού, ο οποίος για τη διαμόρφωσή του έχει ως προαπαιτούμενο το πεντοζάλι. Τα κοινά στοιχεία των δύο χορών, πεντοζαλιού και κουτσαμπαδιανού, α) στον τυπικό βηματισμό (τα τρία πρώτα βήματά τους είναι ακριβώς ίδια, μετρώντας το πρώτο από αριστερά), β) τη συνοδευτική μουσική (η μουσική φράση του κουτσαμπαδιανού είναι η πρώτη από τις δώδεκα του πεντοζαλιού, διάρκειας δύο μέτρων, προσαυξημένη κατά δύο μέτρα) και γ) ο ίδιος αριθμός (τέσσερα) στα χορευτικά μέτρα (όπου αν ένας χορεύει πεντοζάλι και ένας άλλος κουτσαμπαδιανό αρχίζουν και τελειώνουν συγχρονισμένα τον βασικό βηματισμό των χορών), ισχυροποιούν το ιστορικό τους αλληλένδετο.(6)

Να σημειωθεί δε ότι ο Ναύτης δεν γνώριζε τον κουτσαμπαδιανό και ο Μουζουράκης αγνοούσε τα προαναφερθέντα περί πεντοζαλιού. Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί ο Μουζούρης έλεγε πως το γλέντι στην Αμπαδιά έγινε γύρω στα 1800, δηλαδή μετά την Επανάσταση του Δασκαλογιάννη και την διαμόρφωση του πεντοζαλιού. Με την χρονική τοποθέτηση διαμόρφωσης του κουτσαμπαδιανού μετά το 1770 διαμορφώνεται συμβατότητα και σύγκλιση των εν λόγω μαρτυριών. Η εκ των δυτικών επαρχιών (Σφακιά, Κίσσαμος) καταγωγή του πεντοζαλιού ενισχύεται και από το γεγονός ότι μόνο στις περιοχές αυτές επιβίωσε το ιστορικό του χορού και σε κανένα άλλο μέρος της Κρήτης. Και ως γνωστόν, η προφορική παράδοση είναι αληθής, όπου είναι πλουσιότατη και κυρίως στοιχειοθετημένη. Είναι, λοιπόν, επιεικώς ανεύθυνο να μιλάνε κάποιοι για λασιθιώτικη ή ακόμα και για «παγκρήτια» καταγωγή του χορού, όταν είναι πασίγνωστο ότι όλοι οι χοροί της Κρήτης ήταν τοπικής εμβέλειας μέχρι την εποχή του Μεσοπολέμου. Τότε που ο χανιώτικος συρτός και το πεντοζάλι διαδόθηκαν από τα Χανιά στην υπόλοιπη Κρήτη, ο μαλεβιζιώτης από το Ηράκλειο στο υπόλοιπο της νήσου και η ρεθεμνιώτικη σούστα από το νομό Ρεθύμνης στους υπόλοιπους νομούς. Η κρητική εξέγερση του 1770 κατεπνίγει αφού η βοήθεια από τη Ρωσία δεν έφτασε ποτέ, ο Δασκαλογιάννης γδάρθηκε ζωντανός από τους Τούρκους την 17η Ιουνίου του 1771 στην πλατεία Ατ Μεϊντάν του Ηρακλείου και αρκετοί από τους επικεφαλείς βρήκαν φρικτό θάνατο. Όμως, το πεντοζάλι νίκησε, έζησε μέσω της προφορικής παράδοσης και σήμερα αποτελεί το χορό σύμβολο της επαναστατικής συνείδησης των Κρητών σε χρόνους δουλείας, το διαχρονικό μνημόσυνο του Δασκαλογιάννη, των Καπεταναίων του και της εξέγερσής των, τον πιο διάσημο χορό της Κρήτης και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα κατάδειξης του αλάνθαστου της προφορικής παράδοσης.

Ο ΧΟΡΟΣ

Η λαβή του χορού είναι από τους ώμους με τα χέρια τεντωμένα, συμβολίζοντας, με αυτόν τον τρόπο την αλληλοστήριξη, την αλληλοεκτίμηση, την αμοιβαία εμπιστοσύνη και τη συνεργασία των συμπολεμιστών.
Την «πρωτιά» στο χορό μπορεί να καταλάβει ο καθένας από τους συμμετέχοντες, αποσπώμενος από την οποιαδήποτε θέση του ημικυκλίου και πιάνοντας μπροστά. Δεν θα πρέπει όμως ποτέ να την εγκαταλείψει, επιστρέφοντας στη θέση του ή πηγαίνοντας σε οποιαδήποτε άλλη. Η παράδοση δεν επιτρέπει εγκατάλειψη της πρώτης θέσης, παρά μόνο κατάληψή της. Το φαινόμενο που αντικρίζουμε τις τελευταίες δεκαετίες σε διάφορα χορευτικά συγκροτήματα με ταυτόχρονες «παρελάσεις» χορευτών, ανδρών ή γυναικών από την αρχή του κύκλου στη μέση ή το τέλος και από εκεί στην αρχή, αποτελεί νεωτερισμό φολκλορικής έκφρασης, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την παραδοσιακή.
Στο πεντοζάλι, ο αυτοσχεδιασμός του πρωτοχορευτή χαρακτηρίζεται από κινήσεις ξεχωριστές στη δομή, το ύφος και την έκφραση και δεν παρουσιάζει καμία ομοιότητα με αυτές που συνηθίζονται σε άλλους αυτοσχεδιαστικούς χορούς, όπως είναι ο χανιώτικος συρτός ή ο μαλεβιζιώτης. Τα αντικρυστά καθίσματα από τον πρώτο και το δεύτερο με ταυτόχρονη εκτέλεση «ψαλιδιών», αποτελούν την πλέον παλαιά και χαρακτηριστική φιγούρα του πεντοζαλιού, ενώ η ομοιότητά της με φιγούρες του ρωσικού χορευτικού ρεπερτορίου επιτρέπει συνειρμούς που παραπέμπουν ευθέως στο ιστορικό του χορού, στις προσωπικές επαφές του Δασκαλογιάννη με τους αδερφούς Αλεξέι και Θεόδωρο Ορλόφ. Την φιγούρα αυτή πραγματοποιούσαν οι χορευτές του «Παγκρήτιου Ομίλου Βρακοφόρων», με έδρα τα Χανιά, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Παρότι στους παραδοσιακούς κρητικούς χορούς η ομαδοποιημένη εκτέλεση παραλλαγών του τυπικού βηματισμού (συγχρονισμένες φιγούρες) δεν συναντάται, το πεντοζάλι και η γιτσικιά σούστα, οι δύο ανδρικοί πολεμικοί χοροί του νομού Χανίων, αποτελούν εξαίρεση, καθώς οι χορευτές επαναλαμβάνουν την παραλλαγή που εμπνέεται, στιγμιαίως, ο πρωτοσύρτης, χωρίς να υφίσταται η έννοια του προσχεδιασμού. Οι πατιές, τα μονά ή πολλαπλά ομαδικά χτυπήματα των ποδιών στο έδαφος, είναι το κύριο είδος παραλλαγών του βασικού βήματος του πεντοζαλιού. Λέγεται ότι συμβολίζουν τις ομοβροντίες των όπλων των Κρητικών στις μάχες με τους Τούρκους.
Το πεντοζάλι δεν είναι μόνο πολεμικός χορός, είναι πρωτίστως επαναστατικός. Τον επαναστατικό, ιστορικό, ηρωικό και συμβολικό χαρακτήρα του επιβεβαιώνει το δυναμικό και εκρηκτικό ύφος, το εθιμοτυπικό, καθώς και το ιστορικολαογραφικό του υπόβαθρο.


Η ΜΟΥΣΙΚΗ

Πρέπει να τονίσουμε ότι, η παραδοσιακή πρωταρχική έκφραση του πεντοζαλιού δεν διαθέτει σιγανό και γρήγορο ρυθμό, ούτε διακρίνεται σε σιγανό πεντοζάλι και γρήγορο πεντοζάλι. Η μορφή του είναι μια και συγκεκριμένη, γρήγορη, δυναμική και εκρηκτική. Η σύγχρονη διάκριση σε «σιγανό» και «γρήγορο» καθιερώθηκε την δεκαετία του ’50, όταν κάποιοι λαϊκοί οργανοπαίκτες της κεντρικής Κρήτης διασκευάζοντας το σκοπό του σιγανού, ενός χορού της κεντρικής και ανατολικής Κρήτης, τον γύρναγαν απευθείας σε πεντοζάλι. Αυτό συνέβη επειδή η βασική μουσική φράση (κοντυλιά) (7) του σιγανού μοιάζει με την τρίτη μουσική φράση του πεντοζαλιού, με τη μόνη διαφορά ότι παίζεται σε πιο αργή ρυθμική αγωγή.(8) Τότε, ατυχώς, διαμορφώθηκε αυτό που σήμερα λένε «σιγανό πεντοζάλι» και χορεύεται σε Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο με παραλλαγές ως «χανιώτικο σιγανό», «ρεθεμνιώτικο σιγανό» και «ηρακλειώτικο σιγανό» με δέκα, οκτώ και έξι βήματα αντίστοιχα. Μάλιστα, στο νομό Ρεθύμνου, ανάλογα με τις χαρακτηριστικές ανά επαρχία κοντυλιές του σιγανού χορού, που προηγούνταν της μουσικής του πεντοζαλιού, ο χορός αποκτούσε διάφορα ονόματα. Έτσι προέκυψαν τα λεγόμενα Αμαριώτικα πεντοζάλια, τα Ρεθεμνιώτικα κ.λπ

Ο σπουδαίος καλλιτέχνης Πέτρος Καρμπαδάκης* από την Κουκουναρά Κισσάμου (γεννηθείς το 1943) σε συνέντευξη που μου παραχώρησε, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στη χρονική αφετηρία του γεγονότος, πληροφορώντας με παράλληλα ποιοί πρωτοστάτησαν σε αυτό.

Το λεγόμενο χανιώτικο σιγανό έχει τα ίδια σχεδόν βήματα με το γνήσιο πεντοζάλι. Διαμορφώθηκε στον Παγκρήτιο Όμιλο Βρακοφόρων τη δεκαετία του 60’, επί προεδρίας Βενιανού, εν συνεχεία διαδόθηκε στο Λύκειο Ελληνίδων Αθηνών και από εκεί έγινε ευρύτερα γνωστή. Ήταν το πρώτο σιγανό που υιοθέτησαν οι Χανιώτες. (Μαρτυρίες Μύρωνα Σαπουντζή, Αντώνη Ποντικού, Μανώλη Μπομπολάκη κ.λπ.). Το ρεθεμνιώτικο σιγανό, με τα οκτώ βήματα (τέσσερα μπροστά, τέσσερα πίσω), ταυτίζεται επακριβώς (βηματικά και μουσικά) με το σιγανό χορό, που συναντάται στο νομό Ρεθύμνου. Τέλος, το ηρακλειώτικο σιγανό, με τα έξι βήματα, είναι ο ίδιος ο σιγανός που χορεύεται στους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου.

Τη διάσωση της παραδοσιακής μουσικής του πεντοζαλιού με τους δώδεκα σκοπούς οφείλουμε σε δύο κορυφαίες προσωπικότητες της παραδοσιακής κρητικής μουσικής: στον Νικόλαο Κατσούλη ή Κουφιανό από τον Κουφό Κυδωνίας, που λέγεται ότι στην εποχή του ήταν μοναδικός στην απόδοση του πεντοζαλιού, και στον Κωνσταντίνο Παπαδάκη ή Ναύτη* από το Καστέλι Κισσάμου, ο οποίος υπήρξε μαθητής του προηγουμένου και από τον οποίο διδάχτηκε το πεντοζάλι.
Ο Ναύτης, όπως έχει ήδη αναφερθεί, κατέγραψε, μεταξύ άλλων, την προφορική παράδοση του πεντοζαλιού στο βιβλίο του με τίτλο: «Κρητική» λύρα, ένα μύθος, που εκδόθηκε το 1989, και όπως αποδεικνύεται από την παρούσα εργασία, αυτό αποτελεί μέγιστη συμβολή για τη διατήρηση του ιστορικού της μουσικοχορευτικής μας κληρονομιάς. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του, μέσα από το οποίο καταδεικνύεται η υποχρέωση που έχουμε να σεβόμαστε τα παραδοτέα και να μην αυθαιρετούμε εις βάρος της μουσικής μας παράδοσης, όταν μάλιστα αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ιστορία μας.
Γράφει λοιπόν ο Ναύτης: «Η μουσική του πεντοζαλιού είναι μια και μοναδική. Δεν υπάρχουν δηλαδή πεντοζάλια. Πιστεύω ότι δεν έχει κανένας το δικαίωμα να διαστρεβλώνει το πεντοζάλι, γιατί έτσι λερώνει τη μνήμη των ηρώων και του Δασκαλογιάννη, που έχασαν τις ζωές τους για την ελευθερία της Κρήτης. Όταν ήμουν 16 χρονών, είχα καταφέρει να συνθέσω δύο στροφές και τις πρόσθεσα στο πεντοζάλι. Θέλοντας να εντυπωσιάσω τον αείμνηστο καλλιτέχνη Κουφιανό, τον παρακάλεσα να ακούσει κάτι και να πει τη γνώμη του. Είχα βάλει ενδιάμεσα στο πεντοζάλι τις δικές μου στροφές. Όταν τελείωσα μου είπε: «Μπράβο, μπράβο Κωστάκη, εσύ μια μέρα θα γίνεις μεγάλος μουσικός. Άκουσε τώρα κι εμένα. Και στη συνέχεια έπαιξε το πεντοζάλι προσθέτοντας δικές του στροφές, ομολογουμένως πολύ ανώτερες από τις δικές μου. Όταν του αποκρίθηκα, κοκκινίζοντας, ότι οι στροφές του ήταν απίθανες, είπε: «Ναι, έχεις δίκιο, είναι πολύ ωραίες, αλλά ποιοί καπεταναίοι θα είναι τουτοινά, Κωστάκη, όπου ήτανε δώδεκα ούλοι κι ούλοι;» Και τότε μου εξήγησε πως κανείς δεν είχε το δικαίωμα να λερώσει τη μνήμη των καπεταναίων.»
Στο πεντοζάλι, λοιπόν, δεν αυτοσχεδιάζουμε, υπακούμε. Ο Κώστας Ζουράρις* σε άρθρο του για το πεντοζάλι έχει γράψει: «Για την αέναον αΐδιον υπακοήν, στις ίδιες δώδεκα μελωδίες, στην αμετάλλακτη ρυθμική αγωγή, ακίνητη του Ήχου υπακοή στον εθελούσιο νεκρικό Αχό των δώδεκα αρχηγών μας. Πυρρίχειον δωδεκάορτον αναστάσιμης ήττας. Άλλο ένα βήμα, το πέμπτο, το πέμπτο ζάλο που φέρνει τους δώδεκα Σφακιανούς αρχηγούς μας, εκουσίως αμνούς επί σφαγήν, πιο κοντά στον θάνατο».
Τα παραπάνω έχουν ιδιαίτερη αξία διότι, τις τελευταίες δεκαετίες, στην συντριπτική πλειοψηφία, μουσικοί και χορευτές παίζουν και χορεύουν, αντίστοιχα, το πεντοζάλι, κάνοντας χρήση στοιχείων από τη μουσική και το χορευτικό αυτοσχεδιασμό ενός άλλου κρητικού χορού, του περίφημου μαλεβιζιώτη, κι αυτό από άγνοια, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές όπου μουσικές φράσεις από τη ρεθεμνιώτικη σούστα «μετακομίζουν» στη συνοδευτική μουσική του πεντοζαλιού, κάνοντας τους περισσότερους να μην μπορούν εύκολα να ξεχωρίσουν αν αυτό που παίζει ο μουσικός είναι πεντοζάλι, σούστα ή μαλεβιζιώτης.

http://www.tsouchlarakis.com/EISIGISEISOMILIES.htm

Άλλο χορό δεν ρέγομαι ωσάν τον Πεντοζάλη

απου τονε χορεύουνε όλοι μικροί μεγάλοι

Με του Μαγιού τις μυρωδιές τα κόκκινα κεράσια
Για δέστε πως χορεύουνε της Κρήτης τα κοράσια

Για δέστε πως χορεύουνε, για δεστε πως πατούνε
Χάμω στη γη χορεύουνε στον ουρανό πετούνε

...δεν τραγουδώ παρά γιατί μ'αγάπησες.!!


Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
σε περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σεναν άρεσε
γι’ αυτό έμειν’ ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Δεν τραγουδώ παρά γιατί με αγάπησες, αυτό το ερωτικό ποίημα έγραψε η Μαρία Πολυδούρη, η ποιήτρια με το χαρακτηριστικά ερωτικό λόγο αλλά και το έντονο ανικανοποίητο συναίσθημα.

Ο έρωτας και ο θάνατος είναι βασικοί άξονες της γραφής της Πολυδούρη και η ρομαντική της φύση ευδιάκριτη σε κάθε στίχο. Το ποίημα «Δεν τραγουδώ παρά γιατί με αγάπησες» είναι μεστό από τον πηγαίο της λυρισμό αλλά και τις έντονες συναισθηματικές εξάρσεις της ποιήτριας, η οποία ήταν σαφώς επηρεασμένη από τον έρωτά της για τον Κώστα Καρυωτάκη, όσο και από την έντονα πεσιμιστική της διάθεση.

Ένα από τα πιο όμορφα και τρυφερά ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί, που αποτελεί κόσμημα της Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Πολυδούρη ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, που έζησε σε μια εποχή ανδροκρατούμενη, ούσα εξαιρετικά φιλελεύθερη, μια γυναίκα που έγραφε για να εκφραστεί αλλά και για να μεριγράψει τις ομορφιές και τον έρωτα που βλέπει γύρω της, ενώ οι άλλοι τον αγνοούν.

Το ποίημα «Δεν τραγουδώ παρά γιατί με αγάπησες» μελοποιήθηκε εξαιρετικά από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου και τραγουδήθηκε με την ίδια ζεστασιά και τρυφερότητα από την Ελευθερία Αρβανιτάκη.


Βιογραφία
Γεννήθηκε την 1η Απριλίου 1902 και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.

Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο "Ο πόνος της μάνας". Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα 16 της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920, σε διάστημα σαράντα ημερών, έχασε και τους δύο γονείς της.

Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα ενεγράφη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Γνωρίστηκαν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.

Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές, τον "Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων" (1919) και τα "Νηπενθή" (1921) και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.

Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, μία νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του εραστή της για να την εγκαταλείψει.

Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925. Η Μαρία όμως αγαπούσε πάντα τον Καρυωτάκη.

Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.

Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα και συνέχισε τη νοσηλεία της στη "Σωτηρία" όπου έμαθε για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή "Οι τρίλλιες που σβήνουν" και το 1929 τη δεύτερη, "Ηχώ στο χάος". Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και, τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1_%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CF%85%CE%B4%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B7


ask2use.com: Επιτρέπεται η αντιγραφή όλου του κειμένου
ask2use.com: Μόνο για μη-κερδοσκοπική χρήση
ask2use.com: Υποχρεωτική η αναφορά πηγής
ask2use.com: Δεν είναι απαραίτητη η άδεια
hit counter
free web hit counter