«... Πήρα το δρόμο της σποράς»

σβήνω κυλώντας στα νερά.
Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς
σαλτάροντας με τις τριχιές
του λιβανιού,
πήρα το δρόμο της σποράς.
Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι
του σπαθιού,
είχα τον ύπνο του λαγού.
Αγνάντευα την πυρκαγιά
της θεμωνιάς
αμίλητος την ώρα της συγκομιδής,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.
Αντάμωσα τον χάρο της ξερολιθιάς,
το άλογο στ' αλώνι να ψυχομαχεί,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ



Όπως ο ίδιος αφηγούνταν, στην αρχή τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.
« ... Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης δεν ημπορούσε να εισχωρήσει αυτό που εισχώρησε στις πόλεις. Εκεί χόρευαν ταγκά, βαλς, ρούμπες, σάμπες και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τα μαθαίνουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους, για να μπορούμε να ζήσουμε και ‘μεις, να βγάλουμε τα έξοδα μας και να τους κάνουμε σιγά - σιγά ν΄ αλλάξουνε και να αγαπήσουνε την κρητική μουσική».
Τέλη του 1958 έρχεται η πρώτη ηχογράφηση. Είναι το τραγούδι "Κρητικοπούλα μου" ("μια μαυροφόρα όταν περνά"). Λίγο νωρίτερα είχε παντρευτεί την Ουρανία Μελαμπιανάκη, κόρη ευκατάστατης οικογένειας του Ηρακλείου. Εγκαθίστανται στο Ηράκλειο και το 1960 έρχεται στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος και έξι χρόνια μετά το δεύτερο, η Ρηνιώ.

H φωνή του Ξυλούρη στην καρδιά της χούντας γίνεται σημαία αντίστασης.
Το 1972 κυκλοφορεί η «Ιθαγένεια», του Γ. Μαρκόπουλου σε στίχους K. X. Μύρη.
Συμμετέχει στο «Διάλειμμα», πάντα σε μουσική του Μαρκόπουλου και στίχους των K. X. Μύρη, Μ. Ελευθερίου, Γ. Σκούρτη, Ερ. Θαλασσινού και του συνθέτη, ενώ συνεργάζεται με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο άλμπουμ «Διόνυσε Καλοκαίρι Μας».

“Το Μεγάλο μας Τσίρκο” είχε μεγάλη απήχηση στο αθηναϊκό κοινό, και λόγω της μεγάλης προσέλευσης των θεατών οι παραστάσεις στο “Αθήναιον” χαρακτηρίστηκαν εκ των υστέρων ως οι ” μαζικότερες – μέχρι το Πολυτεχνείο – πολιτικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας”. Σύντομα οι λογοκριτές της χούντας κατάλαβαν ότι το έργο δεν ήταν μια απλή κωμωδία αλλά περνούσε στον κόσμο αντιδικτατορικά μηνύματα και -αποφασίζωμεν και διατάσσωμεν - σταμάτησαν τις παραστάσεις. Οι πρωταγωνιστές του έργου συνελήφθησαν και η Τζένη Καρέζη κλείστηκε στη φυλακή για τρεις μήνες.. Το έργο ανεβαίνει ξανά από τον ίδιο θίασο μετά την πτώση της χούντας σε Αθήνα και επαρχία και γνωρίζει και πάλι τεράστια επιτυχία.



Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ' όλα για όλα
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.
Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!
Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
― Δε βαστάω! Θα πέσω κάτου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),
η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αυτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο τον δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.
Άιντε θύμα, Άιντε ψώνιο,
Άιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσα, άλλη γη.

Στο συμπλήρωμα του χρόνου, μετά τη νομοτελειακή σχεδόν επικράτεια της ευτέλειας και της επιπολαιότητας, η φωνή του παραδίδει ξανά μαθήματα ήθους και ειλικρίνειας, επαναφέρει στο προσκήνιο την Ελλάδα, που ψάχνει, στα τυφλά αλλά μανιωδώς, να δασκαλέψει τα παιδιά της στους χαλεπούς καιρούς που την τυραννούν. Και τούτο, γιατί δεν είδε το τραγούδι σαν επάγγελμα, το έβλεπε, έλεγε, ως γιακιλίκι και ερμήνευε ευθύς τη λέξη: έρωτας και πάθος, γιατί το κρητικό τραγούδι, συνήθιζε να λέει, είναι ταυτόχρονα κοινωνικό κι ερωτικό.

Πώς αλλιώς, ε; (!)
«έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά»...
Ήρθε κι έφυγε, σαν φλόγα σπινθήρισε, φούντωσε, έλαμψε, έσβησε. Έτσι, λίγο διαρκούν οι δυνατές φλόγες. Ήταν, χωρίς ίσως να το θέλει η συνείδηση της Κρήτης...
...είχα την τιμή, την τύχη και το προνόμιο σε μικρή ηλικία όταν ερχόμασταν διακοπές στην Ελλάδα να γνωρίσω προσωπικά το Νίκο Ξυλούρη, το Νικόλα για μας...θυμάμαι έναν άντρα αγέρωχο, λεβέντη, σεμνό, ταπεινό στις εκδηλώσεις λατρείας και θαυμασμού...μ' ένα βλέμμα καθάριο, το πιο καθαρό βλέμμα που έχω δει ποτέ σε άνθρωπο...όλα αυτά τότε δεν τα πολυκαταλάβαινα κι αν θέλετε με ξένιζαν κιόλας, ίσως να τα θεωρούσα και υπερβολικά γιατί για μένα ο Νικόλας δεν ήταν το είδωλο, ο αγωνιστής, ο ιδεολόγος ήταν απλά ο Νικόλας, ο φίλος της οικογένειας...αργότερα μεγαλώνοντας κι εντρυφώντας στη ζωή και το έργο του, μπόρεσα να καταλάβω και να δικαιολογήσω όλα όσα συνέβαιναν τότε και να μακαρίζω την τύχη μου γιατί το μόνο που αξίζει τελικά στη ζωή όσο ψηλά κι αν βρίσκεται κανείς είναι να παραμένει...ΑΝΘΡΩΠΟΣ.!